- -ακλας
- (και -ακλος) Γλωσσ.μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, τα οποία σχηματίζονται αναλογικά προς θηλυκά ουσιαστικά σε -ακλα. Τα ουσιαστικά σε -ακλας ή -ακλος είναι συνήθως σκωπτικάπ.χ. άντρ-ακλας και άντρ-ακλος, γαϊδούρ-ακλος κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.